- πηλαμυδεία
- πηλᾰμῠδ-εία, ἡ,A tunny-fishery, Str.12.3.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλαμυδεία — ἡ, Α ψάρεμα παλαμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλαμύς, ύδος + κατάλ. εια (πρβλ. μαγγαν εία)] … Dictionary of Greek
πηλαμυδεῖα — πηλαμυδεῖον fishing ground for tunnies neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλαμυδείας — πηλαμυδείᾱς , πηλαμυδεία tunny fishery fem acc pl πηλαμυδείᾱς , πηλαμυδεία tunny fishery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)